Ο ΡΥΘΜΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΕΤΕ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΣΑΣ

Δρ. Δημήτρης Μπογιατζής

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της γραφής είναι ο ρυθμός. Αυτός είναι που καθορίζει τη ροή της ιστορίας και από αυτόν εξαρτάται ο βαθμός αναγνωσιμότητάς της. Είναι λοιπόν σημαντικό για ένα/μια συγγραφέα να γνωρίζει τι είναι ο ρυθμός και να μπορεί να τον μεταβάλει για να πετύχει τους στόχους του/της.

Ο όρος ρυθμός αναφέρεται στο πώς ο συγγραφέας χειρίζεται τη ροή του χρόνου. Είναι προφανές πως δεν θα εμμένατε πολύ –ή ίσως δεν θα γράφατε καν– για κάθε στιγμή μίας ημέρας που ανήκει στην ιστορία σας. Ο Μαρσέλ Προυστ έγραψε ένα εξαίσιο μυθιστόρημα 3.000 σελίδων, το Αναζητώντας Το Χαμένο Χρόνο, στο οποίο κάνει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, κατά κανόνα, αυτός δεν είναι ο πιο αποδοτικός τρόπος να διηγηθείς μία ιστορία. Είναι καλή ιδέα για τους συγγραφείς να ακολουθούν τη συμβουλή του Έλμορ Λέοναρντ, ο οποίος είπε: «Προσπαθήστε να αφήνετε απ’ έξω τα κομμάτια που οι αναγνώστες τείνουν να παραλείπουν και να πηγαίνουν κατ’ ευθείαν παρακάτω».

Όταν ένας συγγραφέας χειρίζεται το χρόνο, αποφασίζει όχι μόνο ποιες στιγμές να συμπεριλάβει, αλλά και ποια μέρη πρέπει να ολοκληρώσει γρήγορα και σε ποια αξίζει να εμμείνει περισσότερο. Μπορεί να αφιερώσετε έξι σελίδες στην κάλυψη ενός και μόνο λεπτού ή μία μονάχα παράγραφο που να καλύπτει δέκα χρόνια. Όλες αυτές οι επιλογές συναποτελούν το ρυθμό της ιστορίας.

Αν κάτι είναι απολύτως περιττό, πρέπει απλώς να το προσπεράσετε. Πολλοί αρχάριοι συγγραφείς αρχίζουν ιστορίες με μία σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής ξυπνάει, τεντώνεται, χασμουριέται, σηκώνεται με το ζόρι απ’ το κρεβάτι, περπατάει ως την κουζίνα, βάζει τον καφέ να γίνεται, κάνει ένα ντουζάκι, στεγνώνει, πίνει τον καφέ… ποιος νοιάζεται; Ίσως να νοιάζεται κάποιος αν ο χαρακτήρας ξυπνήσει και ανακαλύψει ότι έχει μεταμορφωθεί σε έντομο. Ειδάλλως, προχωρήστε στο ψαχνό.
Κι αν χρειάζεται να συμπεριλάβετε κάτι, αλλά σαν γεγονός αυτό καθαυτό δεν είναι και πολύ σημαντικό, τότε ολοκληρώστε το γρήγορα.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί από το Τρένο Των Πέντε Και Σαράντα Οκτώ του Τζον Τσίβερ, ένας επιχειρηματίας γνωρίζει και προσλαμβάνει μία γυναίκα για γραμματέα του:
«Το φόρεμά της ήταν απλό, η φυσιογνωμία της δεν έλεγε και πολλά, η μία από τις μακριές νάιλον κάλτσες της είχε σκισίματα, αλλά η φωνή της ήταν απαλή κι αυτός θέλησε να τη δοκιμάσει. Αφού λοιπόν δούλεψε γι’ αυτόν λίγες μέρες, του είπε ότι ήταν στο νοσοκομείο επί οκτώ μήνες και ότι μετά απ’ αυτό είχε δυσκολίες να βρει δουλειά και ήθελε να τον ευχαριστήσει που της έδωσε μία ευκαιρία».
Παρατηρήστε ότι ο Τσίβερ επιταχύνει στις πρώτες ημέρες της γυναίκας στη δουλειά. Δεν είναι και πολύ σημαντικές στην ιστορία. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το ότι ο άντρας κατέληξε να κάνει σεξ της μιας βραδιάς με τη γυναίκα κι έπειτα την απέλυσε, για να αποφύγει κάθε αμηχανία. Αυτό που είναι ακόμη σημαντικότερο είναι το ότι η γυναίκα αυτή ακολούθησε τον άνδρα ένα απόγευμα στο τρένο κρατώντας περίστροφο. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον σημείο και ο Τσίβερ μας αφήνει να το παρακολουθήσουμε στιγμή τη στιγμή:
« Ο Μπλέικ έκατσε απότομα στη θέση του. Και να ήθελε να σταθεί να φωνάξει βοήθεια, δεν θα μπορούσε. Η γλώσσα του είχε γίνει διπλή από το πρήξιμο και, όποτε προσπαθούσε να την κουνήσει, ήταν πνιγηρά κολλημένη στον ουρανίσκο του. Τα πόδια του είχαν παραλύσει. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί να κάνει τότε ήταν να περιμένει να πάψουν οι ξέφρενοι παλμοί της καρδιάς του, ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει το μέγεθος του κινδύνου. Καθόταν λίγο παράπλευρά του και στην τσάντα της ήταν το πιστόλι, στραμμένο κατ’ ευθείαν προς την κοιλιά του.
«Με καταλαβαίνεις τώρα, έτσι δεν είναι;» είπε. «Καταλαβαίνεις ότι είμαι αποφασισμένη;» Εκείνος προσπάθησε να μιλήσει, αλλά ήταν ακόμη άναυδος. Ένευσε με το κεφάλι. «Τώρα θα κάτσουμε ήσυχα για λίγο», είπε εκείνη. «Είμαι τόσο συνεπαρμένη, που οι σκέψεις μου είναι όλες μπερδεμένες. Θα κάτσουμε ήσυχα για λίγο, μέχρι να βάλω τις σκέψεις μου ξανά σε τάξη».
Ο Μπλέικ σκέφτηκε ότι θα ερχόταν βοήθεια. Ήταν ζήτημα λεπτών. Κάποιος θα παρατηρούσε την έκφραση του προσώπου του ή την παράξενη στάση του σώματός της, θα στεκόταν, θα παρενέβαινε και όλα θα τελείωναν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να περιμένει μέχρι κάποιος να παρατηρήσει τη δύσκολη θέση του. Είδε έξω από το παράθυρο το ποτάμι και τον ουρανό. Τα μαύρα σύννεφα κατέβαιναν σαν παραθυρόφυλλα και, καθώς κοιτούσε, μία δεσμίδα πορτοκαλί φωτός έλαμψε στον ορίζοντα. Η λάμψη της απλώθηκε πάνω από τα κύματα –μπορούσε να δει την κίνησή της– ώσπου χάιδεψε τις όχθες του ποταμού με μία θολή φωταψία. Και μετά σκόρπισε. «Σε κάνα λεπτό θα έρθει βοήθεια», σκέφτηκε.
Εδώ κάθε λεπτομέρεια επεκτείνεται και αναλύεται και η σκηνή εξελίσσεται με πολύ πιο αργό ρυθμό από τα γεγονότα που περιγράφει.

Γενικά, οι στιγμές έντονου δράματος, συναισθήματος ή αγωνίας είναι οι πιο ώριμες για εκτεταμένες περιγραφές.

Οι αναγνώστες απογοητεύονται όταν ένας συγγραφέας προσπερνάει βιαστικά καθοριστικές στιγμές ή σπαταλάει το χρόνο του κωλυσιεργώντας σε σκηνές ασήμαντες (ή υπερβολικά στοχαστικές). Απεναντίας, όταν οι αναγνώστες βλέπουν πως ο συγγραφέας ξέρει ποια γεγονότα να συμπυκνώσει και ποια να επεκτείνει, αρχίζουν να εμπιστεύονται τη διήγηση και να ακολουθούν τη ροή της ιστορίας. Σίγουρα θέλετε να σας εμπιστεύονται οι αναγνώστες σας.

Ένας άλλος τρόπος να χειρίζεστε το χρόνο είναι να χρησιμοποιείτε αναδρομές, δηλαδή σκηνές που ανατρέχουν σε παλαιότερο χρόνο από αυτόν που εξελίσσεται η ιστορία.

Οι αναδρομές πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ, διότι ενέχουν τον κίνδυνο να καθυστερήσουν πολύ την ιστορία ή να την κάνουν να φαίνεται χωρίς συνοχή. Αλλά όταν αξιοποιούνται σοφά, μπορούν να είναι αποτελεσματικές.

Η σύντομη ευτυχισμένη Ζωή του Φράνσις Μακόμπερ του Έρνεστ Χέμινγουεϊ είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα. Το πρώτο τρίτο της ιστορίας εκτυλίσσεται αφού ο Φράνσις Μακόμπερ έχει υποστεί κάποιου είδους εξευτελισμό, ενώ κυνηγούσε στην  Αφρική με τη σύζυγό του και έναν οδηγό. Εκείνη τη νύχτα παραμένει ξάγρυπνος, αναβιώνοντας το γεγονός στο μυαλό του, κάπως έτσι:
«Ο φόβος ήταν ακόμα εκεί σαν μία ψυχρή και γλοιώδης κουφάλα στο κενό όπου κάποτε βρισκόταν η αυτοπεποίθησή του και τον αρρώσταινε. Ήταν ακόμα εκεί, μαζί του». Κατόπιν, η ιστορία ανατρέχει στο παρελθόν κάπως έτσι: «Όλα ξεκίνησαν την προηγούμενη νύχτα, όταν είχε ξυπνήσει ακούγοντας το λιοντάρι να βρυχάται κάπου πιο ψηλά στο ποτάμι. Ήταν ένας βαθύς ήχος και υπήρχαν κάτι σαν ρόγχοι από βήχα, που έκαναν το λιοντάρι να φαίνεται σαν να ήταν ακριβώς έξω από τη σκηνή. Κι όταν ο Φράνσις Μακόμπερ ξύπνησε μεσονυχτίς και τ’ άκουσε, πανικοβλήθηκε. Άκουγε την ήσυχη ανάσα της γυναίκας του που κοιμόταν. Δεν υπήρχε κανείς για να του πει ότι φοβόταν και κανείς για να φοβηθεί μαζί του και, ξαπλωμένος μόνος του, δεν ήξερε το σομαλέζικο γνωμικό που λέει ότι ένας γενναίος άντρας τρομοκρατείται πάντα τρεις φορές από ένα λιοντάρι: όταν πρωτοβλέπει τα χνάρια του, όταν πρωτοακούει τον βρυχηθμό του κι όταν πρωτοαντικρίζει το ίδιο. Αργότερα, ενώ έπαιρναν πρωινό υπό το φως του λυχναριού στη σκηνή όπου γευμάτιζαν, πριν από την ανατολή του ήλιου, το λιοντάρι βρυχήθηκε ξανά και ο Φράνσις σκέφτηκε ότι θα ήταν μόλις στις παρυφές της κατασκήνωσης. «Πρέπει να ’ναι παλιά καραβάνα», είπε ο Ρόμπερτ Γουίλσον, σηκώνοντας το βλέμμα από τις ρέγγες και τον καφέ του. «Άκου τον πώς βήχει
«Λες να είναι πολύ κοντά;»

Το δεύτερο μέρος της ιστορίας είναι κυριολεκτικά μία πολύ μεγάλη αναδρομή, που φτάνει μέχρι την περιγραφή ενός τρομακτικού περιστατικού με ένα λιοντάρι. Κι έπειτα, το τελευταίο μέρος της ιστορίας επιστρέφει στο «παρόν», με τον Μακόμπερ ακόμα ξαπλωμένο στο ράντσο του.

«Ήταν τώρα περίπου τρεις το πρωί και ο Φράνσις Μακόμπερ, που είχε αποκοιμηθεί λιγάκι, αφ’ ότου σταμάτησε να σκέφτεται το λιοντάρι και είχε ξυπνήσει και είχε ξανακοιμηθεί, ξύπνησε ξαφνικά, τρομαγμένος από ένα όνειρο όπου είχε δει το λιοντάρι να στέκεται με ματωμένα σαγόνια από πάνω του και καθώς άκουγε την καρδιά του να χτυπάει, συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του δεν ήταν στο άλλο ράντσο της σκηνής».

Σ’ αυτή την περίπτωση, η αναδρομή αποτελεί το επίκεντρο της ιστορίας. Πραγματικά ο Χέμινγουεϊ θα μπορούσε να αφηγηθεί την ιστορία με χρονολογική σειρά (όλα συνέβησαν στη διάρκεια  μίας ημέρας και κάτι), αλλά η χρήση της αναδρομικής δομής προσφέρει τεράστια δραματική ένταση. Αυτό το διήγημα αξιοποιεί εξαιρετικά το χώρο, το χρόνο και τον χειρισμό του χρόνου.

Συνοψίζοντας λοιπόν, ο ρυθμός της ιστορίας σας είναι η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η ιστορία. Είναι ταχύρρυθμη, με πολλά γεγονότα να συμβαίνουν συχνά, σαν να λέμε μία θύελλα γεγονότων;  Ή είναι αργή και στατική, με πολύ λίγα γεγονότα συνολικά;

Αυτό που χρειάζεται είναι καλή ισορροπία και των δύο: για παράδειγμα, πολλά να συμβαίνουν και να ακολουθούνται από μέρη με πιο αργό ρυθμό. Είναι μία από τις πολλές πλευρές της συγγραφής για τις οποίες χρειάζεται να βρεις τη σωστή ισορροπία. Υπερβολικά αργό, ο αναγώστης θα πλήξει και θα κλείσει το βιβλίο. Υπερβολικά γρήγορο και φρενήρες, θα απορρυθμίσει τον αναγνώστη και θα είναι κουραστικό στην ανάγνωση. Όπως και στη ζωή, οι αναγνώστες χρειάζονται ανάσες πότε πότε.

Το μυστικό είναι να πετύχετε την ισορροπία και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να σας πει πού ακριβώς θα τη βρείτε. Είναι μία απόφαση που πρέπει να πάρετε ο ίδιος ως συγγραφέας. Ο ρυθμός που θα επιλέξετε θα εξαρτηθεί, για παράδειγμα, από το συγγραφικό σας ύφος.

Για παράδειγμα, ο Έλμορ Λέοναρντ, που γράφει βιβλία πολύ γρήγορου ρυθμού, φέρεται να λέει: «Προσπαθώ ν’ αφήνω απ’ έξω τα κομμάτια που οι άνθρωποι προσπερνάνε», και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα βιβλία του είναι ταχύρρυθμα.

Στον αντίποδα, σκεφτείτε κάποιον από τους παλαιότερους μυθιστοριογράφους, όπως τη Τζέιν Ώστιν. Ο ρυθμός τους είναι πολύ πιο αργός.

Οι αρχάριοι συγγραφείς θα πρέπει να προσπαθούν, ωστόσο, να έχουν μυθιστορήματα γρηγορότερου ρυθμού από της Τζέιν Ώστιν. Οι άνθρωποι σήμερα είναι πιο ανυπόμονοι. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που διεκδικούν την προσοχή τους και δεν έχουν τον χρόνο ή το ενδιαφέρον για αργούς ρυθμούς.

Αλλά το αν το μυθιστόρημά σας θα είναι ταχύρρυθμα σαν του Έλμορ Λέοναρντ ή αργό όπως της Τζέιν Ώστιν, είναι μία απόφαση που πρέπει να πάρετε ο ίδιος. Εξαρτάται από το προσωπικό σας ύφος, το είδος που γράφετε και τους αναγνώστες στους οποίους απευθύνεστε.

Άσχετα όμως από το ποιος είναι ο γενικός ρυθμός σας, πρέπει να ποικίλλει εντός της ιστορίας.

Προσπαθήστε να εναλλάσσετε ταχύρρυθμες σκηνές με πιο αργές. Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης θα απολαύσει τη συγκίνηση της δράσης, αλλά θα έχει επίσης και ένα διάλειμμα, μία ευκαιρία να συνέλθει (αν κάνετε σωστά τη δουλειά σας, ο αναγνώστης σας θα έχει αφιερώσει πολλές δυνάμεις στο βιβλίο και στο τέλος των πιο έντονων σκηνών θα είναι τόσο εξαντλημένος όσο και οι ήρωες και θα χρειάζεται κι αυτός ένα διάλειμμα!)

Τι είναι αυτό λοιπόν που δημιουργεί το ρυθμό; Ποιο είναι το γκάζι και ποιο το φρένο;

Η δράση είναι το γκάζι. Οποτεδήποτε συμβαίνει κάτι, υπάρχει ραγδαίος ρυθμός. Το φρένο (ή τα φρένα!) είναι γεγονότα όπως μια περιγραφή ή μια αναπόληση από τους χαρακτήρες. Ιδού λίγες παραπάνω λεπτομέρειες:

Για να επιταχύνετε το ρυθμό:

  • Βάλτε πολλή δράση, πολλά γεγονότα να συμβαίνουν (στον κατάλληλο για το μυθιστόρημά σας βαθμό).
  • Αποφύγετε τις πολλές περιγραφές (ίσως να μη βάλετε και καμία) και κάντε το συνοπτικό και περιεκτικό.
  • Αποφύγετε τις αναπολήσεις από τους χαρακτήρες.
  • Διατηρήστε την αφήγηση σε κοντινό πλάνο. Μ’ αυτό εννοώ ότι, αν ήταν ταινία, η κάμερα θα εστίαζε μάλλον στη δράση και τους ανθρώπους, παρά σε μια πανοραμική εικόνα. Πείτε την ιστορία με παρόμοιο τρόπο, για παράδειγμα, μπορείτε να αναφέρετε τις σταγόνες του ιδρώτα στο πρόσωπο κι όχι το δρόμο τριγύρω. Αν θέλετε να περιγράψετε τι συμβαίνει τριγύρω στο δρόμο, κάντε το με τις απαραίτητες λεπτομέρειες, τις αναποδογυρισμένες  καρέκλες ίσως.
  • Παρουσιάστε τα πάντα από την οπτική γωνία του χαρακτήρα, ακόμη κι αν το υπόλοιπο της ιστορίας είναι με Τριτοπρόσωπο Παντογνώστη Αφηγητή.
  • Γράψτε με μικρές, κοφτές προτάσεις. Ένας καλός κανόνας είναι να κάνετε ό,τι είναι δυνατόν για να αποφύγετε τα κόμματα, διότι τα κόμματα παρασύρουν σε μακροπερίοδο λόγο.
  • Περιορίστε τα επιρρήματα και τα επίθετα στο απολύτως ελάχιστο. Προτιμήστε στη θέση τους εντονότερα ρήματα και ουσιαστικά.
  • Ο διάλογος πρέπει να είναι κοφτός και σχετικός με το θέμα. Και το θέμα αυτό θα πρέπει να ωθεί την πλοκή στην κόψη του ξυραφιού.
  • Στο μέτρο του δυνατού, χρησιμοποιήστε μικρές λέξεις αντί για μεγαλύτερες.

Και, όπως είναι αναμενόμενο, για να επιβραδύνετε το ρυθμό, κάντε τα ακριβώς αντίθετα:

  • Δεν χρειάζεστε παρά λίγη ή καθόλου δράση. Η στιγμή είναι για αναπόληση ή περιγραφή. Αν έχετε δράση, μπορεί να είναι ήπια (π.χ. φτιάξιμο τσαγιού, ταξίδι) και όχι ξέφρενη, όπως καβγάδες ή τρέξιμο.
  • Δώστε μία ευρύτερη οπτική γωνία – όπως μία κάμερα που απομακρύνεται.  Σκεφτείτε την ταινία Ο Άρχοντας Των Δαχτυλιδιών – στα ταξίδια που έκαναν ανάμεσα στις μάχες, η κάμερα συχνά έκανε πίσω για να τους δείξει καθώς ίππευαν ή περπατούσαν στο περιβάλλον γύρω τους.
  • Μπορείτε να παραθέσετε μεγαλύτερες προτάσεις, ακόμα και πιο επιτηδευμένες.
  • Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε επιρρήματα και επίθετα όσο ένας συγγραφέας θα πρέπει να τα χρησιμοποιεί (δηλαδή με φειδώ).
  • Ο διάλογος μπορεί να είναι πιο χαλαρός. Πρέπει πάντα να έχει ένα θέμα, στα μυθιστορήματα οι χαρακτήρες δεν μιλούν απλώς για να μιλήσουν. Αλλά το θέμα μπορεί να συνοδεύεται με καλολογικά στοιχεία και μπορεί να είναι η ανάδειξη ενός χαρακτήρα κι όχι απαραίτητα η προώθηση της πλοκής.